έσχατος

έσχατος
έσχατος , -η, -ο
последний, крайний, предельный:

η έσχατη μέρα της ζωής — последний день жизни;

οι έσχατοι έσονται πρώτοι (εισίν έσχατοι οι έσονται πρώτοι, Λουκ. 13, 30) — последние будут первыми (есть последние, которые будут первыми, Лк. 13, 30);

ΦΡ.
έσχατα τα — предел, конец жизни, конец света, Второе Пришествие Христа

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "έσχατος" в других словарях:

  • ἔσχατος — farthest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • έσχατος — η, ο 1. ο τελευταίος, ο πιο μακρινός: Έσχατο όριο. 2. ο κατώτερος, ο χειρότερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐσχατώτερον — ἔσχατος farthest adverbial comp ἔσχατος farthest masc acc comp sg ἔσχατος farthest neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατώτατον — ἔσχατος farthest masc acc superl sg ἔσχατος farthest neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάτω — ἔσχατος farthest masc/neut nom/voc/acc dual ἔσχατος farthest masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάτων — ἔσχατος farthest fem gen pl ἔσχατος farthest masc/neut gen pl ἐσχατάω to be at the edge imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐσχατάω to be at the edge imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάτως — ἔσχατος farthest adverbial ἔσχατος farthest masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔσχατον — ἔσχατος farthest masc acc sg ἔσχατος farthest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατωτέρους — ἔσχατος farthest masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατέων — ἔσχατος farthest masc/fem gen pl (epic ionic) ἐσχατάω to be at the edge pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»